αγγρίζω

αγγρίζω
μετ.
1) дразнить; 2) вызывать половое возбуждение (у скота); 3) растравлять, бередить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγγρίζω" в других словарях:

  • αγγρίζω — (Μ ἀγγρίζω) ερεθίζω, ενοχλώ νεοελλ. 1. (για πληγή) ερεθίζω με ξύσιμο, αφορμίζω 2. (για ζώα) βρίσκομαι σε περίοδο οργασμού, οργώ προς συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρίζω, με ανάπτυξη ερρίνου. ΠΑΡ. ἀγγρισμός νεοελλ. άγγριση, άγγρισμα] …   Dictionary of Greek

  • αγγρίζω — άγγρισα, αγγρισμένος 1. ερεθίζω, εξαγριώνω: Μην αγγρίζεις το σκύλο, γιατί θα σε δαγκάσει. 2. το μέσο ομαι (για ζώα), βρίσκομαι σε κατάσταση οργασμού: Πρόσεχε τα κριάρια, γιατί είναι αγγρισμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγγρη — η (Μ ἀγγρίς) νεοελλ. 1. λύπη που προκαλείται από ανεκπλήρωτη επιθυμία 2. συνεχές και άτονο κλάμα μικρού παιδιού, γκρίνια 3. φιλονικία, καβγάς μσν. οδύνη, πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ἀγγρίζω] …   Dictionary of Greek

  • άγγριση — η [αγγρίζω] 1. θυμός, οργή 2. δυσαρέσκεια …   Dictionary of Greek

  • άγγρισμα — το [αγγρίζω] ο αγγρισμός* …   Dictionary of Greek

  • αγγρισμός — ο (Μ ἀγγρισμός) [αγγρίζω] ερέθισμα, ενόχληση, πείραγμα νεοελλ. (για ζώα) γενετήσιος οργασμός …   Dictionary of Greek

  • αναγγρίζω — ερεθίζω, παρορμώ, αναγκάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγγρίζω «ερεθίζω, ενοχλώ»] …   Dictionary of Greek

  • ξαγγρίζω — εξαγριώνω, ερεθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αγγρίζω «ερεθίζω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»